- μυκᾶσθαι
- μῡκᾶσθαι , μυκάομαιlowpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
реву — реветь, укр. ревти, реву, блр. ревцi, рюць, рюсць, смол. (Добровольский), др. русск. рюти, реву, ст. слав. ровы, прич. наст. действ. (Супр.), цслав. ровѫ, рюти μυκᾶσθαι, ὠρύεσθαι, болг. рева реву , сербохорв. рѐвати, рѐве̑м, словен. rjuti,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τερατολογώ — τερατολογῶ, έω, ΝΑ [τερατολόγος] νεοελλ. λέω τερατολογίες αρχ. 1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῑν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.) 2. παθ.… … Dictionary of Greek